Η ταινία ξεκινά με πανοραμικά πλάνα της υπαίθρου της Ουλάν Μπατόρ, πρωτεύουσας της Μογγολία.
Απέραντες πεδιάδες ανάμεσα στα βουνά, ένας μικρός οικισμός από παραδοσιακά «γιουρτ» που είναι στρογγυλές σκηνές, κατοικίες των νομάδων που ζουν στην περιοχή και φροντίζουν τα γιακ, μια μοναχική σκηνή στημένη στο ερημικό τοπίο, αραιή βλάστηση, ανύπαρκτες καλλιέργειες, ψηλοί βράχοι, ένας μακρινός δρόμος.
Συμβαίνει ο κινηματογραφιστής να συνταξιδεύει με τον πρώτο Δυτικό Πρέσβη (της Βρετανίας), στη Μογγολία.
Ακολουθούν πλάνα υπό βροχή, μέσα από το Range Rover του Βρετανού Πρέσβη, όπου εξακολουθούμε να παρακολουθούμε την έρημη και άγρια φύση της Μογγολίας, καθώς σε άλλο σημείο των πεδιάδων βλέπουμε κόκαλα ζώων που έχουν κατασπαραχτεί από αγρίμια.
Κάποια στιγμή η κάμερα βρίσκει τρεις έφιππους άντρες, με παραδοσιακές ενδυμασίες και ο πρέσβης τους καλεί να μιλήσουν και να τούς προσφέρει ένα ποτό.
Στη συνέχεια οι άντρες ιππεύουν τα άλογα τους και αναχωρούν. Προλαβαίνουμε να διακρίνουμε μια περίτεχνη σέλα.
Η ταινία κλείνει με πλάνα από μερικά γιακ.