Ο ήλιος υψώνεται πάνω από τις ταράτσες των σπιτιών και ο γαλατάς αφήνει το γάλα στο κατώφλι. Τα παραθύρια ανοίγουν για την πρωινή λάτρα και τα κλινοσκεπάσματα απλωμένα σε μπαλκόνια, και πεζούλες καλώς ορίζουν τον ήλιο.
Μια φορά κάθε εβδομάδα η λαϊκή αγορά του Γαλατσίου γέμιζε από παραγωγούς που διαλαλούσαν την πραμάτεια και από ανθρώπους που έφευγαν με γεμάτα καροτσάκια. Πράσινες τέντες για προστασία από τον ήλιο ή την βροχή και από κάτω ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό από πάγκους με κάθε λογής καλούδια έως και πίνακες. Σε ένα καλάθι ο Θεμιστοκλής ποζάρει σε κατοστάρικο, κοπής 1954.
Ένας πιτσιρικάς περνά με την καλαθούνα του σπρώχνοντας κάποιον, και ωχ, τα αυγά ομελέτα στην κάψα του ήλιου. Ένας άλλος δοκιμάζει μια ελιά, μα του καλάρεσαν και απτόητος συνεχίζει το δωρεάν γεύμα μέχρι τον διωγμό του από τον παραγωγό. Άλλη μια γύρα στους πάγκους με τα πορτοκάλια μερλίν στις εξήμισι δραχμές και η softex φιγουράρει μέσα σε κούτες. Κοινωνικές συναναστροφές, χαμόγελα και ουπς, ένας πωλητής αφήνει σε κοινή θέα μια τεράστια κιλότα.
Άνθρωποι αναχωρούν και κατευθύνονται στην έβδομη στάση του τραμ, αλλά επιβιβάζονται στο λεωφορείο της γραμμής.
Μετά την λαϊκή, εμπόλεμο τοπίο, με δρόμους πυρπολημένους από ζαρζαβατικά και κασόνες, μέχρι που καταφτάνει το απορριμματοφόρο του Δήμου μαζί με τους οδοκαθαριστές να βάλουν μια τάξη.
Μια φορά κάθε εβδομάδα μελίσσι που βουίζει ο κεντρικός δρόμους του Γαλατσίου, μια φορά την εβδομάδα αναστέναζαν οι σκούπες των οδοκαθαριστών.